Κάτω στην έρημο
Στα έρημα δάση
Τον τάφο μου έσκαψα
Για να ταφώ
Δεν είμαι Γεωργιτσάνος. Η πρώτη μου επίσκεψη στο χωριό έγινε φθινόπωρο του 2018 στην τότε γιορτή του τσίπουρου με οικοδεσπότες φίλους, απογόνους των Γιαννακάκηδων, ένα γεγονός που διαλαλούσαν με περηφάνεια όποτε είχαν την ευκαιρία – τόσο σε μένα όσο και σε όσους ανθρώπους πετύχαμε και τους ρωτούσαν τίνος είναι. Ανάμεσα στα αξιοθέατα του χωριού – τα οποία ίσως έχω την ευκαιρία να αναλύσω σε επόμενο άρθρο, δεσπόζουσα θέση είχε και το μνημείο των πεσόντων αεροπόρων το οποίο τοποθετημένο σαν υπαίθριο μπαλκόνι σε προσκαλεί να σταματήσεις τη πορεία σου και να το επισκεφθείς έστω για λίγα λεπτά για να θαυμάσεις τις δύο θέες που απλώνονται μπροστά του, μια στον απλωτό κάμπο και μια στον θολωτό ουρανό. Στη σύντομη αυτή μας επίσκεψη στο μνημείο, αναμφίβολα, συνέβαλε και το γεγονός ότι ανάμεσα στους υποστηρικτές της κατασκευής του υπήρξε και ο παππούς του φίλου μου, οπότε μια βόλτα από εκεί ήταν τουλάχιστον επιβεβλημένη κατά τη πρώτη μου ξενάγηση στο χωριό. Σαν προαίσθημα ή ίσως σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία έβγαλα, μάλιστα, αρκετές φωτογραφίες από το μνημείο σε διάφορες γωνίες και λήψεις – να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι ως ερασιτέχνης ζωγράφος συνηθίζω συχνά να βγάζω πολλές φωτογραφίες από ό,τι μου κινεί το ενδιαφέρον έτσι ώστε να έχω το κατάλληλο υλικό αν θέλω να καταπιαστώ αργότερα με κάτι σχετικό.
Τα έφερε έτσι η μοίρα ώστε περίπου 1 χρόνο μετά κι ενώ ο φίλος μου έκανε τη θητεία του στο νησί από το οποίο κατάγομαι – και στο οποίο βρισκόμουν και ο ίδιος τότε – να αποφασίσω να δωρίσω έναν μικρό πίνακα στην οικογένεια του. Σαν ευχαριστώ για την υπέροχη φιλοξενία στο χωριό (και για πολλά πολλά άλλα) αποφάσισα ότι δεν υπήρχε καταλληλότερη επιλογή για θέμα του πίνακα από μια απαθανάτιση του μνημείου. Άλλωστε υπήρχε και το τεχνικό όφελος ότι ήταν μια αφορμή να καταπιαστώ με ανθρώπινες φιγούρες στις οποίες δεν είχα μεγάλη προεμπειρία – κάτι που φαίνεται άλλωστε και στο τελικό αποτέλεσμα, παρά τις δυνατότερές μου προσπάθειες- αλλά ακόμη περισσότερο και ότι το θέμα από μόνο του είχε μια νέα ως τότε πρόκληση. Αφενός επειδή ορμώμενος στο χώρο της ζωγραφικής μέσω των εκπομπών του Bob Ross δεν είχα μεγάλη εξοικείωση με θέματα πέρα από φυσικά τοπία, αφετέρου επειδή από μόνο του το θέμα έδινε αλλά και ζητούσε αφορμές ώστε να υπάρξει μια ερασιτεχνική – και ίσως θρασεία – απόπειρα συμβολισμού αντί για στείρα αποτύπωση μιας φωτογραφίας πάνω στον καμβά.
Οπότε ποια ήταν η πρώτη λογική πράξη όταν θες πληροφορίες και έμπνευση πάνω σε ένα θέμα που έχεις ελάχιστες γνώσεις και ακούσματα; Έρευνα. Και παρότι θα ήταν σίγουρα πιο περιπετειώδης μια έρευνα σε σκονιασμένα κατάστιχα κάποιας τοπικής βιβλιοθήκης ή διά ζώσης συνεντεύξεις σε απογόνους των πρωταγωνιστών, η τοποθεσία μου εκείνη τη στιγμή μου επέτρεπε μόνο τη μάλλον εύκολη, κι όχι πάντα προσοδοφόρα, επιλογή του διαδικτύου. Για καλή μου τύχη υπήρχε ολόκληρη μονόωρη εκπομπή από το τοπικό κανάλι της Σπάρτης (το link της οποίας παρατίθεται εδώ), με προσκεκλημένους τον απόστρατο σμήναρχο Σπύρο Γιάνναρη και τον συνταξιούχο δάσκαλο Βαγγέλη Μπαθούλη, η οποία θα έκανε το πορτραίτο τόσο των τριών πεσόντων ηρώων όσο και του ίδιου του μνημείου από τη σύλληψη της ιδέας του μέχρι την ημέρα των αποκαλυπτηρίων του.
Για τους 3 ήρωες αξιωματικούς, μαζί με τους 2 υπαξιωματικούς που προστέθηκαν στη συνέχεια στο μνημείο, δε νιώθω κατάλληλος να μιλήσω. Άλλωστε στην εκπομπή που ανέφερα οι δύο προσκεκλημένοι αφηγούνται με πολύ συναρπαστικό κι ενδιαφέροντα τρόπο την ιστορία τους. Και το λέω ως άτομο της γενιάς των reels διάρκειας το πολύ 10 δευτερολέπτων και των memes που γεννιούνται και πεθαίνουν εντός μιας ημέρας. Αν μπορώ να κάνω ένα tease για να σας πείσω να δείτε έστω τα πρώτα 20 λεπτά, να αναφέρω ότι ο Ευάγγελος Γιάνναρης ήταν ο πρώτος αξιωματικός του αλβανικού έπους που έπεσε 2 μέρες μόλις αφότου κηρύχθηκε ο πόλεμος με μια (παρ)ορμητικότητα που αντιστοιχεί σε ήρωες που βλέπουμε μόνο στον κινηματογράφο. Αφότου τους τέλειωσαν τα πυρομαχικά στον αέρα και μετά από έντονες αερομαχίες και βομβαρδισμούς σε πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες, βρέθηκε αντιμέτωπος με ιταλικά αεροσκάφη τα οποία τον πέτυχαν θανάσιμα στο στήθος και στο χέρι του. Μαθαίνουμε από άρθρο του Έθνους της εποχής ότι ενόσω ήταν στον αέρα και ο σύντροφος του (που βρισκόταν στο αεροσκάφος μαζί του) κατάλαβε τι είχε συμβεί, εκείνος του είπε «Τι κλαις; Δεν έπαθα τίποτα! Πάμε να προσγειωθούμε, να σώσουμε το αεροπλάνο μας!». Όπως και τα κατάφεραν, προτού ξεψυχήσει αμέσως μετά από τα τραύματα του. Για το προφητικό τετράστιχο που παρατίθεται στην αρχή του άρθρου και που τραγούδησε ο ίδιος στη σκηνή με τους συντρόφους του μια μέρα πριν τη μοιραία πτήση καθώς και για τον τρόπο που βρέθηκε με δική του πρωτοβουλία σε αυτήν τη πτήση έναντι μάλιστα άλλου αξιωματικού που προοριζόταν για αυτήν (παρόλο που τελούσε ταυτόχρονα υπό πειθαρχικό παράπτωμα) θα σας αφήσω να τα ανακαλύψετε στο σχετικό βίντεο.
Το ίδιο το μνημείο όμως, έχει τη δική του ιστορία! Όντας πρωτοβουλία μιας αρχικά μικρής ομάδας Γεωργιτσάνων – κυρίως συγγενών των πεσόντων – και με κινητήρια δύναμη το γεγονός της αποκάλυψης ότι ο πρώτος πεσών αξιωματικός ήταν εν τέλει ο προαναφερθείς (και όχι ο υπολοχαγός Α. Διάκος – μια παρεξήγηση το ιστορικό της οποίας περιγράφεται γλαφυρά στην εκπομπή) άρχισε η προσπάθεια συγκέντρωσης συνδρομών και πόρων για την ανέγερση του μνημείου. Ένα από τα ζητήματα ήταν και η τοποθεσία της ανέγερσης (κάτι το οποίο φαίνεται να επηρέασε και η κόντρα βορείων και νοτίων), ώσπου τελικά αποφασίστηκε με γνώμη και της Αεροπορίας το συγκεκριμένο μέρος όπου ήταν άλλωστε και η γειτονιά των ηρώων – αλλά και που σίγουρα προσφερόταν ως αεροπορικό μνημείο χάρη στη πανοραμική του θέα. Το 1984-85 γίνεται η παραγγελία του έργου από τον γλύπτη Πραξιτέλη Τζανουλίνο και το 1990 περατώνεται με συμμετοχή πολλών υλικών και άυλων συνδρομών εντός και εκτός του χωριού.
Έτσι το πρωί της 4/11/1990 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του έργου στο οποίο συμμετείχε όλο το χωριό, καθώς και σημαντική αντιπροσωπεία τοπικών και μη παραγόντων. Στρατιωτική μπάντα, 30 στρατηγοί Αεροπορίας και άλλων σωμάτων οι οποίοι προσγειώθηκαν με Σινούκ(!) στο γήπεδο, τοπικές αρχές και κανάλια καθώς και πολεμικά αεροπλάνα που πετούσαν από πάνω κατά τη διάρκεια των αποκαλυπτηρίων δείχνουν το πόσο σοβαρά είχαν πάρει όλοι το μνημείο αυτό τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε εθνική εμβέλεια. Η τελετή ήταν μεγαλόπρεπη και με όλες τις τιμές, αλλά ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει, κατά τη κατάθεση στεφάνου, στη συγκινητική παρουσία του (αείμνηστου πλέον) αδερφού Πετράκη, ενός εκ των 3 πεσόντων που απαθανατίζονται πάνω στο γλυπτό.
Και κάπως έτσι, με αυτή την κατάθεση μάλιστα, τελείωνε η εκπομπή που είδα για πρώτη φορά στο νησί πριν 4 χρόνια. Εύλογα πάει το μυαλό του καθενός στο πώς νιώθει ο αδερφός ενός εκ των 3 πεσόντων όταν βλέπει τη προτομή που τιμά το στενό του συγγενή 70 κοντά χρόνια μετά το χαμό του… Η συγκίνηση, η περηφάνεια, η χαρμολύπη και η τιμή είναι προφανείς κι εύλογες απαντήσεις πιστεύω. Παράλληλα αν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να γίνουν λίγο (καλλιτεχνικά πάντα) παράλογοι, θα μετουσιώναμε το ερώτημα σε πώς θα ένιωθαν οι ίδιοι οι 3 αεροπόροι αν έβλεπαν το μνημείο τους; Δε κρύβω ότι αυτή η εικόνα – των 3 αεροπόρων μπροστά από το μνημείο τους- ήταν και μια από τις ιδέες που είχαν περάσει στο μυαλό μου κατά τη προσπάθεια εύρεσης του θέματος της ζωγραφιάς και η οποία με συνάρπαζε αρκετά. Εν τούτοις δυστυχώς απορρίφθηκε κυρίως λόγω τεχνικών ζητημάτων καθώς και δεν είχα την εμπειρία που απαιτεί ένα τέτοιο κάδρο αλλά και δε μπορούσα να βρω ικανοποιητικό τρόπο που να απεικονίζει ταυτόχρονα τόσο τους ήρωες στεκόμενους μπροστά από το μνημείο όσο και το ίδιο το μνημείο. Παρόλα αυτά, το ερώτημα παραμένει. Πώς θα ένιωθαν οι πεσόντες ήρωες βλέποντας το μνημείο τους 80 και 100 χρόνια μετά το χαμό τους;
Αν σταθούμε στην ίδια τη λέξη μνημείο, πρόκειται ετυμολογικά για δεόντως αποκαλυπτική λέξη ως προς τη σημασιολογία της. Σκοπός ενός μνημείου είναι να διατηρήσει τη μνήμη αυτού που απεικονίζει (αναμφίβολα τιμώντας το αυτομάτως). Ένα μνημείο λοιπόν ενώνει κατά κάποιον τρόπο 2 χρονικές στιγμές. Το τώρα με το τότε. Είναι μια μνεία, ένας φόρος τιμής στο παρελθόν, μια απόδειξη στο χρόνο αν θέλετε ότι το τότε κατάφερε κι επιβίωσε (με το πνεύμα του συνήθως παρά με την ύλη) στο τώρα και την επιθυμία αυτό να συνεχιστεί και στο μέλλον. Και σίγουρα για την περίπτωση μας αυτό είναι ένα πολύ ταιριαστό μοτίβο. Χάρη στην ηρωικότητα των τότε πολεμιστών, έχουμε το Γεωργίτσι και την Ελλάδα ολόκληρη ελεύθερα από τις καταπατητικές δυνάμεις. Αυτή η σύνδεση παρελθόντος με παρόν είναι κάτι που με ενέπνεε και έτσι αποφάσισα να το εντάξω στη ζωγραφιά που θα ετοίμαζα. Πώς όμως γίνεται να απεικονιστούν δύο τόσο διαφορετικές χρονικές στιγμές σε μια ζωγραφιά που εκ κατασκευής (όπως και η φωτογραφία) είναι η απεικόνιση του χώρου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Η απάντηση όμως βρίσκεται ακριβώς στη διαφορά της ζωγραφικής από τη φωτογραφία! Διότι βλέπετε σε μια ζωγραφιά μπορείς να αφήσεις τη δημιουργικότητα ελεύθερη, τους λογικούς κανόνες (ελαφρώς) στην άκρη και να επιτρέψεις το οπτικό αντικείμενο να γίνει σύμβολο. Έτσι ο χρόνος μετουσιώνεται σε χώρο αλλά και αντίστροφα. Επομένως να η ιδέα! Στην ίδια τη ζωγραφιά θα έχουμε δύο χώρους, ο ένας θα απεικονίζει το παρελθόν και ο άλλος το παρόν (ή ίσως, γιατί όχι και το μέλλον!). Ε και διακινδυνεύοντας αυτό που δε πρέπει να κάνει κανένας καλλιτέχνης με το έργο του (παρά ίσως αν είναι ερασιτέχνης, οπότε δικαιολογείται), θα αποκαλύψω – αν δεν το συμπεράνατε ήδη κοιτώντας τη φωτογραφία του πίνακα – ότι κατέληξα πως το πιο ταιριαστό ήταν να αντιστοιχεί το έδαφος στο παρελθόν και ο ουρανός στο μέλλον. Αν λοιπόν παρατηρήσετε το έδαφος στη ζωγραφιά θα δείτε ορισμένες διαφορές σε σχέση με την τωρινή του κατάσταση (ή αντίστοιχα με της στιγμής της ανέγερσης). Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν οι κισσοί που έχουν σκαρφαλώσει στα κάγκελα, λείπουν οι περιβάλλοντες ηλεκτρικοί φανοί και οι ανεμογεννήτριες στο βάθος και ακόμη περισσότερο η σημαία έχει το σήμα που είχε η χώρα μας κατά την εποχή που οι 3 ήρωες έπεσαν ηρωικά! Όσο ανεβαίνουμε όμως τα πράγματα έρχονται στο τώρα. Το μνημείο το ίδιο έχει τη μορφή και τη λάμψη που είχε και τη στιγμή της ανέγερσης κατά το 1990 και αν ανέβουμε ακόμη πιο πάνω θα δούμε στον ουρανό να πετάνε τρία σύγχρονα μαχητικά σχηματίζοντας με τα νέφη που αφήνουν στο διάβα τους και τα σύννεφα του ουρανού τη σύγχρονη ελληνική σημαία στο φόντο του γαλάζιου ουρανού.
Το ίδιο το μνημείο λοιπόν γίνεται μια επιβλητική γέφυρα που ενώνει το παρελθόν με το μέλλον!
Η ζωγραφιά πήρε με τη μικρή μου πείρα 40 περίπου ώρες χωρισμένες σε 10 ημέρες για να ολοκληρωθεί. Εν τούτοις παραμένει το αρχικό ερώτημα: Πώς θα ένιωθαν οι ήρωες αν έβλεπαν το μνημείο τους σήμερα; Αν έβλεπαν τις μαζικές προσπάθειες των συγχωριανών και συγγενών τους να στήσουν το μνημείο στη δεκαετία του ‘80; Αν άκουγαν ίσως και τις διαφωνίες τους για την τοποθεσία της ανέγερσης; Αν έβλεπαν τη μαζική συγκέντρωση και τιμητική τελετή με τα ιπτάμενα αεροπλάνα κατά τα αποκαλυπτήρια του ‘90; Αν έβλεπαν το χωριό σήμερα; Αν έβλεπαν τη χώρα τους σήμερα; Υπάρχει ένα μικρό μυστικό που δεν έχω αποκαλύψει καν στην οικογένεια του φίλου μου που δώρισα τον πίνακα και κάπως ενώνεται μίζερα με το τελευταίο αυτό ερώτημα.
Τον καμβά τον έφτιαξα την εποχή που κουτσά στραβά βγαίναμε από την πολυετή οικονομική κρίση και τον αγόρασα (με πενιχρές οικονομικές απολαβές) από τη γνωστή γερμανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ που είχε τότε μια σχετική έκπτωση στο συγκεκριμένο προϊόν. Όταν άνοιξα τη νάυλον συσκευασία είδα ότι στο πίσω μέρος του τελάρου είχε κολλημένο ένα αυτοκόλλητο «Made In Germany» μαζί με το λογότυπο της εταιρείας. Σκέφτηκα ότι τόσο αισθητικά όσο και θεματικά έπρεπε να αφαιρέσω το συγκεκριμένο αυτοκόλλητο. Παράλληλα όμως, ενώ το είχα ξεκολλήσει και βρισκόταν πάνω στα δάχτυλα μου, σκέφτηκα ότι αν το πέταγα θα ήμουν και κάπως «προδότης». Αν όχι προδότης στο τότε, προδότης στο τώρα, προδότης στην πραγματικότητα του τώρα, που όπως και να το κάνουμε είναι αυτή που υπερισχύει των πάντων και που μόνο οι φευγαλέες σκέψεις στο παρελθόν ή στο μέλλον είναι που μπορούν να σε λυτρώσουν (στιγμιαία συνήθως) από τα δεινά και τη ματαιότητά τους. Η διαφορά μεταξύ των δύο σκέψεων είναι ότι οι σκέψεις στο παρελθόν αν και γεμάτες νοσταλγία και περηφάνεια, οδηγούν με το ασταμάτητο βέλος του χρόνου στο τώρα. Και το τώρα μπορεί να μην είναι αντάξιο του τότε, μπορεί να κάνει το τότε να μοιάζει ακόμη πιο μάταιο, μπορεί να σε κάνουν να νιώθεις ότι η ελευθερία για την οποία πολέμησαν και θυσιάστηκαν άλλοτε έτσι ηρωικά κατέληξε σήμερα σε μια άλλου τύπου σκλαβιά για την οποία δεν μας δόθηκε καν η ευκαιρία μάχης διότι δε καταλάβαμε καν πότε έγινε ο πόλεμος και πότε τον χάσαμε – και που ίσως ακόμη χειρότερα να το καταλάβαμε και νωχελικά απλώς να τον αφήσαμε να χαθεί. Από την άλλη η σκέψη στο μέλλον σε ξαναγεμίζει με αισιοδοξία (αν και μόνο αν είσαι αισιόδοξος) και με όνειρα ότι καλύτερες μέρες θα έρθουν. Η διαφορά πάλι είναι ότι σε αντίθεση με το παρελθόν για το οποίο αρκεί ένα μνημείο για να αποδείξει τη στέρεη κι ακλόνητη ύπαρξή του, το μέλλον είναι αβέβαιο, βρίσκεται στον αιθέρα κι είναι τόσο άυλο όσο και τα σύννεφα σε μια ζωγραφιά.
Σε κάθε περίπτωση το αυτοκόλλητο το έχωσα (και βρίσκεται ακόμη) σε μια πτυχή του τελάρου στο πίσω μέρος των ξύλων του πίνακα ώστε να μη φαίνεται μεν αλλά να υπάρχει κρυφά εκεί δε – κάτω από το χαλί όπως λέμε.
Κάτι που κάνει σχετικά μεγάλη εντύπωση σε κάποιον που δεν είναι από το Γεωργίτσι είναι το γεγονός ότι 3 από τους 43 πεσόντες αξιωματικούς αεροπόρους είναι από αυτή τη μικρή γωνιά της Ελλάδας. Όταν λοιπόν η συχνότητα των αεροπόρων του χωριού αυτού είναι πάνω από 300 φορές μεγαλύτερη από την αναμενόμενη λόγω του πληθυσμού της (ναι έκανα τις πράξεις, για την ακρίβεια περίπου 342,3 σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία) σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί βγάζει τόσο πολύ περισσότερους το συγκεκριμένο μέρος. Και αν μου επιτρέπεται να δώσω μια ερμηνεία, θα έλεγα ότι η τοποθεσία του ίδιου του μνημείου συμπυκνώνει την απάντηση. Βλέπετε, το χωριό έχει το προνόμιο να βρίσκεται σε έναν πανέμορφο τόπο όπου όμως τώρα έχει ξεριζωθεί και έχει απομείνει με ελάχιστους κατοίκους. Από κάτω του έχει ολόκληρο τον κάμπο με τις καλλιέργειες, τα όμορφα όμορα χωριά, με κάποια καμένα από πυρκαγιές χωράφια, τη νέα εθνική με τα αντιαισθητικά βραδινά φώτα, τα πέρα αγέρωχα ψηλά βουνά με τις ανεμογεννήτριες. Και πάνω από τον ορίζοντα βλέπει όλο τον ουρανό! Από πέρα ως πέρα, όλο τον θόλο που μας περιβάλλει για τόσο καιρό. Θα ‘λεγε δηλαδή κανείς ότι όλο το χωριό στη τοποθεσία που βρίσκεται μεταξύ των δύο αυτών κόσμων είναι σαν το ίδιο το μνημείο. Μια γέφυρα που ενώνει τη γη, το παρελθόν (ή και παρόν) με τον ουρανό και το μέλλον. Για την απάντηση λοιπόν που ψάχνουμε για την παράδοξα υψηλή συχνότητα αεροπόρων του χωριού, ίσως πρέπει να φανταστούμε πως όταν στο αντίστοιχο ξέφωτο που τώρα στέκεται το ηρώο τους, παίζανε πιτσιρικάδες πριν σχεδόν έναν αιώνα οι 3 μελλοντικοί αεροπόροι, χωρίς ιδέα ότι εκεί θα στηνόταν κάποια στιγμή στο μέλλον το μνημείο του ηρωικού τους θανάτου, ίσως κάποια στιγμή (ή και περισσότερες) να στάθηκαν και να κοιτάξανε τη θέα που απλωνότανε μπροστά τους: μια στον κάμπο και μια στον ουρανό. Και το βλέμμα τους να στάθηκε στον ουρανό.
Εις μνήμην
Πετράκη Γρηγορίου (Ανθυποσμηναγού, έπεσε στις 10-05-1921)
Γιάνναρη Ευάγγελου (Υποσμηναγού, έπεσε στις 30-10-1940)
Σκρουμπέλου Νικολάου (Επισμηναγού, έπεσε στις 23-2-1941)
Γομάτου Ιωάννη (Ανθυποσμηναγού, έπεσε στις 16-8-1971)
Φαρφαρά Γεωργίου (Επισμηνία , έπεσε το Μάιο του 1944)